χιμώ

χιμώ
(I)
-άω, Ν
βλ. χυμώ.
————————
(II)
-άω, Α
βλ. χειμῶ (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιμώ — και χιμάω βλ. χιμίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυμώ — (I) όω, Α [χυμός] 1. προσδίδω γεύση σε κάτι 2. παθ. χυμοῡμαι, όομαι μετατρέπομαι σε χυμό. (II) και χουμώ και χιμώ, άω, και χυμίζω και χιμίζω και χοιμίζω και χουμίζω, Ν ορμώ, εφορμώ, ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με ορμή εναντίον κάποιου (α. «σαν… …   Dictionary of Greek

  • χειμώ — (I) και χιμῶ, άω, Α [χεῑμα] (κατά τον Ησύχ.) «ῥιγῶ». (II) έω, Α [χεῑμα] χειμῶ* (Ι) …   Dictionary of Greek

  • χιμάω — (σπάν. χιμώ), χίμηξα βλ. πίν. 66 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μουντάρω — (λ. ιταλ.), μούνταρα και μουντάρισα, ορμώ αιφνιδιαστικά, ρίχνομαι σε κάποιον, χιμώ, αρπάζω: Μούνταρε πάνω της και την άρπαξε από το μαλλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορμώ — όρμησα 1. κινούμαι τρέχοντας προς τα εμπρός. 2. επιτίθεμαι, ρίχνομαι, χιμώ: Όρμησαν πρώτοι οι τσολιάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιμίζω — χίμισα και χίμιξα, και χιμώ και χιμάω χίμησα και χίμηξα, ορμώ εναντίον κάποιου, του επιτίθεμαι: Χίμησαν τα σκυλιά πάνω του και τον κατασπάραξαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”